- παιδικέωρ
- παιδ-ικέωρ· ἐν γυμνασίῳ ὑπηρέτης, Hsch.; cf. παιδισκιωρός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδικέωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν γυμνασίῳ ὑπηρέτης». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιδισκιωρός] … Dictionary of Greek
παιδισκιωρός — παιδισκιωρός, ὁ (Α) αυτός που είχε τη φροντίδα τών παιδισκών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *παιδίσκιον + ωρός (βλ.λ. ορώ), ενώ κατ άλλους από ιων. τ. *παιδισκ εωρος (πρβλ. παιδικέωρ [Ησύχ.])] … Dictionary of Greek